Η ζωή και η ιστορία του Αθανάσιου Νάσιουτζικ θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο ταινίας. Γεννήθηκε στις Σέρρες το 1922 και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, η οποία ήταν από τις πλουσιότερες της πόλης. Είχε στην ιδιοκτησία της το εργοστάσιο από το οποίο ηλεκτροδοτούνταν οι Σέρρες και η ευρύτερη περιοχή. Σπούδασε χημεία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Κατά την περίοδο της Κατοχής, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ, ενώ το 1947, την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, οργάνωσε επίθεση με χειροβομβίδες στο εργοστάσιο της οικογένειάς του, καθώς ο πατέρας του ήταν δεξιός. Αναγκάστηκε να υπηρετήσει στον Εθνικό Στρατό και συνελήφθη από τους κομμουνιστές αιχμάλωτος. Στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αλβανία του Εμβέρ Χότζα, όπου παρέμεινε οκτώ χρόνια. Μετά την απελευθέρωσή του από εκεί, μετέβη στην Αθήνα, όπου -μαζί με τα αδέλφια του ασχολήθηκε- με τις επιχειρήσεις και τη συγγραφή.
Ο Νάσιουτζικ διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ) από το 1981 μέχρι το 1984. Εκείνα τα χρόνια είχε έντονη κοινωνική παρουσία και δράση, και πολλές φορές συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και την υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, ενώ συμμετείχε ως ομιλητής σε συνέδρια για την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον σοσιαλισμό, και τον πυρηνικό αφοπλισμό των τότε υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης.
Απεβίωσε στις 17 Φεβρουαρίου 2005. Με τη σύζυγό του, τη μεταφράστρια και συγγραφέα Ζωή Νάσιουτζικ, απέκτησαν δυο κόρες: την Αρετή και τη συγγραφέα Παυλίνα Νάσιουτζικ, μητέρα του αναρχικού Νίκου Ρωμανού που συνελήφθη το Φεβρουάριο του 2013 και καταδικάστηκε για απόπειρα ένοπλης ληστείας.
Όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο διαμέρισμα βρήκαν πάνω σε μια σιδερώστρα, νεκρό τον γνωστό συγγραφέα, Θανάση Διαμαντόπουλο. Στην πόρτα του σπιτιού δεν βρέθηκαν ίχνη διάρρηξης. Το θύμα φέρεται πως γνώριζε τον δολοφόνο του και του άνοιξε μη γνωρίζοντας τις προθέσεις του. Οι έρευνες των αρχών για τον εντοπισμό του δράστη άρχισαν με εξέταση μαρτύρων από το συγγενικό και φιλικό του περιβάλλον.
Η γυναίκα που τηλεφώνησε στου αστυνομικούς εκείνο το πρωινό έδωσε ένα σημαντικό στοιχείο. Το θύμα φώναζε στον δολοφόνο του «Μη, Θανάση, έλεος!». Έτσι, ύποπτοι άρχισαν να θεωρούνται οι «Θανάσηδες». Μεταξύ άλλων, για κατάθεση κλήθηκε και ο πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, Θανάσης Νάσιουτζικ, ο οποίος γνώριζε το θύμα και άρχισε να θεωρείται ο βασικός ύποπτος, κάτι που ενισχύθηκε από την καταγγελία του γιου του Διαμαντόπουλου, που ισχυρίστηκε ότι εκείνος σκότωσε τον πατέρα του.
Ο Νάσιουτζικ που θεωρείται πλέον ο βασικός ύποπτος αρνείται όλες τις κατηγορίες και καλεί στο σπίτι του δημοσιογράφους για να τους πείσει ότι είναι αθώος. Τους δείχνει τα χέρια του που τρέμουν. «Με αυτά τα χέρια μπορώ εγώ να σκοτώσω άνθρωπο;», τους ρωτάει. Έκπληκτοι οι δημοσιογράφοι του λένε ότι αυτό ακριβώς υποστηρίζει η αστυνομία, ότι το χέρι που σκότωσε τον Διαμαντόπουλο ήταν αδύναμο και ασταθές.
Όσο διαρκεί η έρευνα της αστυνομίας, ο Νάσιουτζικ κάνει απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια. Οι συνήγοροί του απέδωσαν αυτή την ενέργεια στην αδικία που ένιωθε και όχι επειδή αισθανόταν ένοχος. Την Πρωταπριλιά του 1985 ο ανακριτής τον κάλεσε σε απολογία. Με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα κρίθηκε προφυλακιστέος με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Η δίκη ήταν πολύκροτη και απασχόλησε έντονα τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη. Στο πλευρό του βρίσκονταν από την αρχή οι δύο κόρες του, Αρετή και Παυλίνα. Αντιμέτωποι στην δίκη Νάσιουτζικ βρέθηκαν δύο μεγάλα ονόματα της δικηγορίας. Στην Πολιτική Αγωγή ο Νίκος Κωνσταντόπουλος (μετέπειτα πρόεδρος του Συνασπισμού) και στην υπεράσπιση ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος (μετέπειτα βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας).
Η πρώτη απόφαση του δικαστηρίου, στις 27 Μαΐου 1988, ήταν αθωωτική για τον Νάσιουτζικ, λόγω αμφιβολιών. Με απόφαση όμως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έπειτα από πιέσεις της πλευράς Διαμαντόπουλου διατάχθηκε η επανάληψη της δίκης, που ορίστηκε για τον Ιούνιο του 1990. Για μια ακόμα φορά θα αθωωθεί με ψήφους 4 έναντι 3. Η υπόθεση παραπέμπεται στον Άρειο Πάγο που αποφασίζει ότι ο Νάσιουτζικ πρέπει να δικαστεί και πάλι. Στο τρίτο και τελευταίο Εφετείο καταδικάστηκε σε 15 χρόνια κάθειρξη το 1993. Αποφυλακίστηκε το 1995, καθώς έκανε χρήση των ευνοϊκών διατάξεων για τους ηλικιωμένους καταδικασθέντες.
Πηγή: gazzetta.gr