Uncategorized

Σημεία της ομιλίας Αλέξη Τσίπρα στον ΣΕΒ

Η ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα στην ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ.

«Κυρίες και Κύριοι,
Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και επιτρέψτε μου να ξεκινήσω ευχόμενος καλή επιτυχία στο έργο του κ. Παπαλεξόπουλου, ο οποίος θα αναλάβει την Προεδρία του Συνδέσμου στο τέλος των σημερινών εργασιών.
Είναι σημαντικό, όχι μόνο σε συμβολικό επίπεδο, ότι ένας πολύ κρίσιμος κλάδος, αυτός της βιομηχανίας, πλέον αναλαμβάνει την ηγεσία του ΣΕΒ.
Η φετινή σας συνέλευση λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο ιδιαίτερη, πρωτοφανή θα έλεγα, σε διεθνές πλαίσιο.

Τουλάχιστον σε ότι αφορά τις γενιές μετά τον πόλεμο δεν έχουμε ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Οι ρυθμοί της καθημερινότητας σταμάτησαν, εξ αιτίας της πανδημίας, οι πολίτες κλείστηκαν στα σπίτια τους, η οικονομία πάγωσε.
Η επόμενη μέρα, με τον κίνδυνο ενός δεύτερου κύματος να παραμονεύει, είναι μια πολύ δύσκολη εξίσωση.
Όχι όμως άλυτη. Διότι δεν υπάρχουν άλυτες εξισώσεις.

Ας ξεκινήσουμε από το να αναγνωρίσουμε τουλάχιστον το μέγεθος και το βάθος της ζημιάς.
Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι συνέπειες δεν είναι απλά μια κακοτοπιά που θα γιατρευτεί σύντομα, με την πάροδο του χρόνου, ιδίως αν δεν δράσουμε.
Το γνωρίζετε καλά εσείς, από την αγορά που είναι μαθημένη σε κρίσεις, ότι η συνταγή της αδράνειας είναι συνήθως καταστροφική σε τέτοιου είδους περιστάσεις.
Προβάδισμα στην επόμενη μέρα έχει πάντα αυτός που ενεργεί, που δρα, αυτός που παίρνει πρωτοβουλίες για να περιορίσει τη ζημιά και άρα να φτάσει πιο γρήγορα στη γραμμή της επανεκκίνησης.

Αυτό ισχύει σήμερα με τις περισσότερες χώρες του κόσμου, αλλά και της Ευρώπης.

Σε αντίθεση με τη στάση που κράτησε την περασμένη δεκαετία, όταν αντιμετώπισε με τελείως διαφορετικά τη χρηματοπιστωτική κρίση, το 2008 και μετά.
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η χώρα μας, με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης, πιστεύω και θέλω να σας το πω ευθέως, παραμένει μια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα.
Και δυστυχώς υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις ώστε όχι μόνο να μην είναι εξαίρεση, αλλά να είναι και από τις χώρες που πρωτοστατούν σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια να υπερβούμε έγκαιρα τις συνέπειες της πανδημίας στην οικονομία.

Διότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που δεν της χαρίστηκε τίποτα τα προηγούμενα χρόνια.
Είναι μια χώρα που βγήκε από μια πολυετή κρίση και από δύσκολα μνημόνια και αδικαιολόγητα σκληρά, πολλές φορές και με λάθη όπως παραδέχονται οι ίδιοι, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αλλά βγήκε τελικά με την κοινωνία όρθια.
Είναι μια χώρα που κατάφερε να καταγράψει 12 συνεχόμενα τρίμηνα με την οικονομία να αναπτύσσεται.

Μια χώρα που ρύθμισε το χρέος της και εξασφάλισε ένα πολύ σημαντικό απόθεμα 37 δισεκατομμυρίων.
Λίγοι πίστευαν τις δύσκολες εκείνες στιγμές, που με αγωνία μαζί τις βιώσαμε, και συζητάγαμε για το μέλλον της χώρας, ότι θα τα καταφέρναμε. Όχι ως κυβέρνηση, αλλά ως χώρα, ως κοινωνία.
Αρκετοί μάλιστα ήταν πολύ πιο δύσπιστοι.
Όμως, πιστεύω ότι τα καταφέραμε, με τρόπο που έφερε ξανά την ανάπτυξη αλλά και την προστασία της εργασίας.

Κάποιοι θεωρούν ακόμα ότι:
Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας
Ο περιορισμός της ισχύος των Συλλογικών Συμβάσεων
Η συγκράτηση του Κατώτατου Μισθού
Η διευκόλυνση των απολύσεων
Μπορούν να οδηγήσουν σε μια πιο ανταγωνιστική οικονομία, δηλαδή σε μεγέθυνση του ΑΕΠ, διεύρυνση του οικονομικού κύκλου και αύξηση της απασχόλησης.
Η αλήθεια όμως είναι ότι όλα αυτά έχουν την ακριβώς αντίθετη επίδραση σε όλα τα παραπάνω.

Ήδη από τον Ιούλιο του 2019, η σημερινή κυβέρνηση επιδόθηκε σε σειρά ρυθμίσεων. Και μάλιστα με τον υπουργό Εργασίας να καταθέτει τη μία τροπολογία μετά την άλλη σε όποιο νομοσχέδιο έβρισκε διαθέσιμο.
Τροπολογίες που η ουσία τους, το περιεχόμενο τους, ήταν σε εμάς γνωστές και για τις οποίες, όχι με όλες, με πολλές από αυτές, διαφωνήσαμε, είχαμε έναν έντονο διάλογο, ειλικρινή, όταν ήμασταν εμείς στην κυβέρνηση.

Φαίνεται ότι η ΝΔ είχε συμφωνήσει, πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση, μαζί σας αυτές τις τροπολογίες.
Το θέμα είναι ποια τα αποτελέσματα αυτών των τροπολογιών. Δεν είναι ότι διαφωνούμε. Εντάξει, διαφωνούμε. Τι επιφέρανε.
Και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε τώρα.

Το 2019, τον Ιούλη, όταν παραδώσαμε την κυβέρνηση, η οικονομία έτρεχε με 2,8%. Αυτά τα 12 συνεχόμενα τρίμηνα και η μείωση της ανεργίας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν 450 χιλιάδες νέων θέσεις εργασίας. Αυτά τα αποτελέσματα, κατά την άποψη μου, πιστοποιούν ότι κάναμε την ορθή επιλογή.

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Η κυβέρνηση της ΝΔ, όπως προανέφερα, είχε ανατρέψει την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας ήδη πριν την έναρξη της πανδημίας.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δεν καταγράφουν μόνο την ύφεση που ήρθε από τον Οκτώβρη. Καταγράφουν και πτώση σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας για σειρά μηνών μετά το καλοκαίρι του 2019, όπως ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής.

Με λίγα λόγια, ο κορωνοϊός δυστυχώς συνάντησε τη χώρα ενώ η οικονομία της κινούταν σε αρνητικό έδαφος.
Και άρα η αδράνεια της κυβέρνησης να παρέμβει έγκαιρα, ουσιαστικά και δυναμικά στην αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, πολύ φοβάμαι ότι θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο τη ζημιά που ούτως ή άλλως θα υφιστάμεθα από τις επιπτώσεις της πανδημίας.

Οι επιλογές της κυβέρνησης, μετά τη πανδημία, κινήθηκαν στην κατεύθυνση:
Της επιδότησης της αναστολής της εργασίας, αντί της χρηματοδότησης της ίδιας της εργασίας.
Κινήθηκαν χωρίς σχέδιο απέναντι στις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, γιατί υπάρχουν σήμερα πολλές χιλιάδες συμπολίτες μας που είναι αόρατοι από τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.
Και φυσικά της πλήρους αδιαφορίας απέναντι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στα προβλήματα τους.

Χάνουμε σε ανταγωνιστικότητα, χάνουμε συνολικά ως οικονομία.
Πώς θα σταθεί ένα ελληνικό προϊόν στις διεθνείς αγορές;
Πώς θα ανταγωνιστεί ένα προϊόν από χώρες της βόρειας Ευρώπης, του οποίου η παραγωγή έχει επιδοτηθεί;
Όταν η επιχείρηση που το παράγει έχει λάβει τις απαραίτητες και αναγκαίες σήμερα ενέσεις ρευστότητας, ενώ οι δικές μας όχι;

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

Αν δεν υπάρξει σήμερα μια συντονισμένη εθνική προσπάθεια και γίνει ξανά η πολιτική επιλογή την κρίση να την πληρώσουν τα μεσαία και χαμηλά στρώματα, τότε οι συνέπειες της, πιστεύω και δεν νομίζω ότι είναι κινδυνολογία αυτό, θα μας ακολουθήσουν για πολύ μεγαλύτερο διάστημα και μετά το τέλος του 2020.
Έχω απέναντι μου ανθρώπους που ξέρουν από επενδύσεις.

Η νέα κυβέρνηση βρήκε έτοιμη μια ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική, μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί, αλλά βρήκε ένα πλάνο που προέκυψε μέσα από διαβούλευση με τους φορείς όλων των κλάδων της οικονομίας και από κάθε γωνιά της χώρας.
Το ερώτημα μου είναι: το αξιοποίησε αυτό το πλάνο; Ή το πέταξε στα σκουπίδια;

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,

Η ελληνική οικονομία δεν στερείται δυναμισμού. Υπάρχει η γνώση, οι ικανότητες και η εμπειρία για να αναπτυχθεί πολύ περισσότερο.
Πιστεύω ότι αυτό το απέδειξε η ανάκαμψη των προηγούμενων ετών.
Δικαίωσε πολιτικές, τις οποίες αρκετοί αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό ή και απέρριπταν, αλλά με το πέρασμα του χρόνου ωφέλησαν και τις δικές σας προσπάθειες.

Τα ρεκόρ που επιτύχαμε στις εξαγωγές, τις επενδύσεις και τον τουρισμό, είναι ενδεικτικά μιας αλλαγής πορείας που δυστυχώς διακόπηκε, όχι εξαιτίας της πολιτικής αλλαγής αυτής της κατεύθυνσης. Ίσα-ίσα, οι πολιτικές αλλαγές πολλές φορές δημιουργούν μια τάση αισιοδοξίας και η ψυχολογία στην αγορά καμιά φορά παίζει θετικό ρόλο και όχι αρνητικό, αλλά διακοπήκαν εξαιτίας μιας επιμονής σε ιδεοληψίες.

Όμως, η χώρα δεν μπορεί να περιμένει καρτερικά τη μοίρα της μέχρι να φτάσουμε στο σημείο -και φοβάμαι ότι φτάνουμε σε αυτό το σημείο- να συζητάμε ξανά για νέους κύκλους λιτότητας, για νέα καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού, για νέους ανέργους, για νέα λουκέτα σε επιχειρήσεις.
Σε αυτή τη συγκυρία, αυτό που προέχει είναι να μείνουμε όρθιοι.

Εμείς προτείνουμε και αυτό ήταν απότοκο της πανδημίας. Όλοι ευαισθητοποιηθήκαμε, όλοι διαπιστώσαμε ότι στις δύσκολες στιγμές προστρέχουμε στο δημόσιο σύστημα υγείας, ανεξαρτήτως οικονομικής δυνατότητας.

Προτείναμε:
Την περαιτέρω ενδυνάμωση του δημόσιου συστήματος Υγείας.
Τη στήριξη των εργαζομένων, την ενίσχυση των επιχειρήσεων για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, την ολική προστασία των αδύναμων που θα βιώσουν τις συνέπειες της πρωτοφανούς κρίσης.
Την απευθείας, και μη επιστρεπτέα, ενίσχυση των επιχειρήσεων με 3 δις. ευρώ συνολικά, η οποία θα μπορούσε να διαμορφωθεί για κάθε επιχείρηση στις δύο χιλιάδες ευρώ ανά εργαζόμενο.

Την συγκρότηση ενός σχεδίου αντίστοιχου με το «σχέδιο Ηρακλής» για τις τράπεζες, για τις επιχειρήσεις, ενός εγγυοδοτικού προγράμματος δηλαδή με εγγυήσεις από 80-90, και σε ειδικές περιπτώσεις για στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων 100%, προκειμένου να στηριχθεί η επιχειρηματικότητα τώρα που έχει ανάγκη.

Την επανεκκίνηση των μεγάλων έργων υποδομής, τα οποία είχε δρομολογήσει ή υλοποιούσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Ε65, η Πατρών-Πύργου, ο βόρειος οδικός άξονας Κρήτης, το αεροδρόμιο στο Καστέλι, το μετρό Θεσσαλονίκης και η γραμμή 4 του μετρό της Αθήνας, που έχουν παγώσει.
Έργα τα οποία, με ευθύνη της κυβέρνησης, πάνε 2,5 χρόνια πίσω και θα στερήσουν από τη χώρα 40 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και εισροή ευρωπαϊκών πόρων, με συνέπειες και στην παραγωγικότητα της οικονομίας.

Πιστεύω βαθιά, έχοντας και την εμπειρία των τεσσεράμισι ετών στη διακυβέρνηση του τόπου, ότι η Ελλάδα έχει σήμερα τις δυνατότητες να ξεχωρίσει.

Σε ένα κόσμο που αλλάζει, με την ανασφάλεια να κυριεύει τα κράτη, με ένα νέο προστατευτισμό να αναδύεται και τις πληγές της πανδημίας να είναι βαθιές και δυσεπούλωτες.

Παρόλα αυτά, η Ελλάδα μπορεί να ξεχωρίσει.
Επενδύοντας στα βαριά της χαρτιά, όπως π.χ. ο τουρισμός.
Χωρίς όμως να διέπεται από τη λογική της μονοκαλλιέργειας.

Επενδύοντας στην καινοτομία, την τεχνολογία, το software. Να είναι η χώρα παρούσα στις εξελίξεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης.

Προσελκύοντας επενδύσεις, οι οποίες θα έρθουν με συγκεκριμένες πολιτικές και σχέδιο και όχι με συνθηματολογία για «μπουλντόζες, που περιμένουν με τις μηχανές αναμμένες την πολιτική αλλαγή, και μετά να γίνονται το πιο σύντομο ανέκδοτο.

Ενισχύοντας τα δίκτυα, τις μεταφορές, τις τηλεπικοινωνίες και το διαδίκτυο που είναι είδος πρώτης ανάγκης και είναι ανεπίτρεπτο να παρέχεται σε τέτοια αναντιστοιχία ποιότητας υπηρεσιών και κόστους.

Επιταχύνοντας την ενεργειακή της μετάβαση, την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.
Επενδύοντας, τέλος, στο πιο πολύτιμο περιουσιακό της στοιχείο: τη νέα γενιά της.
Με άξονες την ενίσχυση της παιδείας, της έρευνας, του πολιτισμού, του αθλητισμού.
Φίλες και φίλοι, το επαναλαμβάνω γιατί το πιστεύω: Η Ελλάδα μπορεί.

Όμως, σε αυτή την κρίσιμη καμπή ανάμεσα στη σημερινή κατάσταση και τις τεράστιες δυνατότητες της χώρας, βρίσκεται η αυταρέσκεια και ο ερασιτεχνισμός μιας συντηρητικής και κοντόφθαλμης κυβέρνησης.
Χωρίς όραμα, χωρίς σχέδιο και φιλοδοξία ουσιαστικών αλλαγών για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Ο ΣΕΒ με τη νέα του ηγεσία, έχει γι άλλη μια φορά κρίσιμο ρόλο στη νέα φάση που μπαίνει η χώρα. Και θα κληθεί να βαδίσει σε έναν από τους δύο δρόμους που ανοίγονται μπροστά του.
Ο ένας είναι –και ίσως είναι ο εύκολος δρόμος– να επιλέξει τη συμπόρευση με την παραδοσιακή συνταγή της καταστροφής.

Με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τις απολύσεις, τις υφεσιακές πολιτικές. Αυτή την επιλογή δυστυχώς υπερασπίστηκε ο ΣΕΒ την περίοδο των μνημονίων και δεν νομίζω ότι δικαιώθηκε.

Ο άλλος δρόμος, ο δύσκολος, είναι να αναγνώσει ψύχραιμα και ενδελεχώς τη συγκυρία και τις μελλοντικές εξελίξεις και να σπεύσει με προτάσεις και θέσεις που στηρίζουν την ενεργό ζήτηση και προστατεύουν την κοινωνική συνοχή.

Σας ευχαριστώ.»