ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΣΕΡΡΕΣ

Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου: Ένα μοναστήρι με μακραίωνη ιστορία

Σε απόσταση 12 χλμ. βορειοανατολικά των Σερρών στο βάθος χαράδρας του Μενοικίου Όρους βρίσκεται η Μονή Τιμίου Προδρόμου, ένα από τα ιστορικότερα μοναστήρια της Μακεδονίας. Ιδρύθηκε περί τα 1270-1278 από το μοναχό Ιωαννίκιο, Σερραίο στην καταγωγή, ο οποίος εχρημάτισε αρχικά μοναχός στο Άγιο Όρος και κατόπιν επίσκοπος Εζεβών (σημερινή Δάφνη νομού Σερρών). Λίγα χρόνια αργότερα, περί το 1300, ανακαινίστηκε από τον ανιψιό του Ιωακείμ, ο οποίος έλαβε το όνομα Ιωάννης όταν εκάρη μοναχός. Με αυτό το όνομα ανακηρύχθηκε άγιος το 1505.

Η μνήμη του τιμάται στις 12 Δεκεμβρίου. Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της γνώρισε την εύνοια των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Με τις δωρεές και τις επιχορηγήσεις τους απέκτησε σημαντική περιουσία και γρήγορα αναπτύχθηκε σε σπουδαίο μοναστικό κέντρο. Με την ιστορία της μονής είναι συνδεδεμένο το όνομα του τσάρου της Σερβίας Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος την ευεργέτησε ποικιλοτρόπως.

Στη μονή του Προδρόμου αποσύρθηκε ο πρώτος μετά την άλωση Πατριάρχης Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, όπου πέθανε και τάφηκε. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας γνώρισε περιόδους ύφεσης και περιόδους οικονομικής ανάπτυξης κατά τις οποίες κτίστηκαν τα διάφορα προσκτίσματα διαμορφώνοντας τη σημερινή όψη μιας μικρής οχυρωμένης πολιτείας, την οποία αντικρύζει ο επισκέπτης καθώς παίρνει την τελευταία στροφή του ανηφορικού δρόμου που οδηγεί στη μονή.

Το καθολικό δεσπόζει στο μέσον μιας απότομης και κατηφορικής αυλής, στρωμένης με καλντερίμι, γύρω από την οποία οργανώνονται τα υπόλοιπα κτίρια : οι πτέρυγες των κελλιών στην ανατολική και νότια πλευρά, οι αποθήκες, τα εργαστήρια και η τράπεζα στη βόρεια, το νοσοκομείο και ο ξενώνας στη δυτική. Ο οχυρωματικός περίβολος σχηματίζει τον εξωτερικό τοίχο των κτιρίων.

Στη νοτιοδυτική γωνία του υψώνεται τετραώροφος πύργος με τις εξωτερικές του πλευρές να διαμορφώνονται με αντηρίδες. Η είσοδος της μονής ανοίγεται στη δυτική πλευρά. Το καθολικό θεωρείται κτίσμα του Ιωακείμ και η αρχική του φάση χρονολογείται στα 1300. Αποτελείται από δυο νάρθηκες, τον κυρίως ναό που καταλήγει στην τρίπλευρη εξωτερικά, ημικυκλική εσωτερικά, αψίδα του ιερού. Από τους νάρθηκες ο εξωνάρθηκας ονομάζεται Ενάτη και ο εσωνάρθηκας Μεσονυκτικό ή Λιτή. Το τέμπλο που χωρίζει τον κυρίως ναό από το χώρο του ιερού είναι ξυλόγλυπτο και χρονολογείται στα 1803.

Ο κυρίως ναός ανήκει στην κατηγορία του μονόχωρου τρουλαίου ναού με τον τρούλο να στηρίζεται μέσω αβαθών τόξων στους περιμετρικούς τοίχους. Πιθανόν στην αρχική φάση να υπήρχε μια ανοιχτή στοά που περιέβαλε στις τρεις πλευρές, βόρεια, δυτική και νότια, τον πυρήνα του ναού. Σήμερα στη βόρεια πλευρά διαμορφώνονται δυο συνεχόμενα παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Σπυρίδωνα και στον Αγίο Ιωάννη τον κτήτορα.

Κατά μήκος της νότιας πλευράς προσκολλάται μια μακρόστενη αίθουσα που ονομάζεται Μακρυναρίκι. Τέλος, στη δυτική πλευρά προστέθηκε ανοικτή στοά με τον πύργο του κωδωνοστασίου στη βορειοδυτική γωνία. Στο πάνω μέρος της Ενάτης υπάρχει το μονόχωρο τρουλαίο παρεκκλήσιο προς τιμήν του Αγίου Νικολάου, όπου βρίσκεται και ο τάφος της Ελένης, αδελφής του Σέρβου δεσπότη των Σερρών Ιωάννη Ούγκλεση (1365-1371).

Εκτός από το καθολικό και τον πύργο που ανήκουν στην αρχική φάση (14ος αι.), τα υπόλοιπα κτίρια χρονολογούνται σε διαφορετικές εποχές από τον 15ο ως τον 19ο αι. και φανερώνουν τη συνεχή και σπουδαία ανάπτυξη που είχε η μονή καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Καθολικό και παρεκκλήσια είναι κατάγραφα με τοιχογραφίες που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές. Στο καθολικό σώζονται τοιχογραφίες που ανήκουν σε διαφορετικές χρονολογικές φάσεις και σε ποικίλα τεχνοτροπικά ρεύματα της παλαιολόγειας εποχής και καλύπτουν όλο τον 14ο αι.

Στην αρχική φάση που αποδίδεται στον δεύτερο κτήτορα Ιωακείμ (1300-1333) ανήκουν η παράσταση των Τεσσαράκοντα μαρτύρων που βρίσκεται σε αρκοσόλιο στο βόρειο άκρο της ανατολικής πλευράς της Ενάτης, η παράσταση της Δέησης με τη Θεοτόκο, τον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο και τον αρχάγγελο Μιχαήλ στο αντίστοιχο νότιο αρκοσόλιο, η παράσταση του Ιησού με τον κτήτορα πάνω από το βόρειο αρκοσόλιο, καθώς και οι μεμονωμένες μορφές του ανατολικού τοίχου του.

Στα 1319 χρονολογείται επίσης και η παράσταση της Παναγίας Περιβλέπτου, πάνω από την είσοδο που οδηγεί από τη νότια στοά στον εξωνάρθηκα. Οι τοιχογραφίες αυτές, καθώς και οι παλαιές δεσποτικές εικόνες του Χριστού Παντοκράτορα και της Θεοτόκου Οδηγήτριας, σήμερα σε προσκυνητάρια μπροστά από το τέμπλο, διακρίνονται για την εκφραστικότητα, το ρεαλισμό και την πλαστικότητα που χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν της ζωγραφικής αναγέννησης της παλαιολόγειας ζωγραφικής και συσχετίζονται με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Μακεδονίας και ιδίως της Θεσσαλονίκης (οι τοιχογραφίες) και της Κωνσταντινούπολης (οι δυο εικόνες).

Σε μια δεύτερη φάση που αποδίδεται στα χρόνια της Σερβοκρατίας (1345-1370) ανήκουν οι υπόλοιπες τοιχογραφίες που κοσμούν τις καμάρες της Ενάτης και οι δυο μοναδικές σωζόμενες από τον αρχικό διάκοσμο παραστάσεις του εσωνάρθηκα (Μεσονυκτικό) : η Βάπτιση σε μικρή κόγχη στη νότια πλευρά του ανατολικού τοίχου και η νεκρική προσωπογραφία με το Χριστό στο βόρειο τοίχο. Στην ίδια εποχή ανήκει και η προσωπογραφία του Στεφάνου Δουσάν με την οικογένεια του, η οποία αναφέρεται από τους περιηγητές του 19ου αι. και η οποία σήμερα δεν είναι ορατή.

Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες που καλύπτουν τις επιφάνειες του εσωνάρθηκα χρονολογούνται στα 1805. Νεώτερες τοιχογραφίες του 1803 που πιθανόν να καλύπτουν βυζαντινά στρώματα διακοσμούν και τον κυρίως ναό.

Η νότια στοά φέρει επίσης τρία στρώματα τοιχογραφιών από τα οποία αυτό που κυριαρχεί είναι του 1630. Οι τοιχογραφίες που κοσμούν τα παρεκκλήσια χρονολούνται από τον 15ο έως τον 19ο αι : το Γενέθλιον του Προδρόμου άλλως και Προδρομούδι ανατολικά του καθολικού (1535), η Σύναξη Ταξιαρχών στη βόρεια πτέρυγα των κελιών (1634), του Αγίου Σπυρίδωνος (1761) και του Αγίου Ιωάννου του κτήτορος (β΄μισό 19ου αι.) στη βόρεια πλευρά του καθολικού, ο Άγιος Νικόλαος πάνω από την Ενάτη (1852), ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στην αυλή (1859). Οι τοιχογραφίες αυτές αντιπροσωπεύουν τα ποικίλα ρεύματα της κάθε εποχής, ενώ στο Γενέθλιον του Προδρόμου και στον Άγιο Νικόλαο σώζονται και παραστάσεις που τοποθετούνται στα 1360-1370.

Το σύνολο των σωζόμενων τοιχογραφιών καλύπτουν μια περίοδο έξι αιώνων δημιουργίας και αντιπροσωπεύουν επάξια τη ζωγραφική τέχνη στην περιοχή των Σερρών από τους χρόνους των Παλαιολόγων ως τους νεώτερους. Μαζί με τις σωζόμενες εικόνες, τα εκκλησιαστικά κειμήλια, τα χειρόγραφα και τα αντικείμενα της μικροτεχνίας δίνουν μια πλήρη εικόνα της καλλιτεχνικής και πνευματικής ακτινοβολίας που γνώρισε η μονή από την ίδρυσή της έως σήμερα και την καθιστούν ένα ζωντανό μουσείο της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης.

 

Συντάκτης
Σταυρούλα Δαδάκη, αρχαιολόγος