Βρίσκεται στο δρόμο εθνικής οδού, Καβάλας – Σερρών (στα όρια των δυο Νομών), στη βόρεια πλευρά του Παγγαίου, αμέσως μετά τον οικισμό Κορμίστα, σε μια κατάφυτη τοποθεσία, σε υψόμετρο 743 μέτρων.
Διοικητικά ανήκει στο νομό Σερρών, ενώ εκκλησιαστικά, υπάγεται στην Μητρόπολη Δράμας.
Είναι το δεύτερο σημαντικότερο μοναστήρι της Μακεδονίας αλλά και το παλαιότερο εν ενεργεία μοναστήρι τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Χτισμένο στην βόρεια πλευρά του Παγγαίου όρους, σε υψόμετρο που αγγίζει τα 750 μέτρα, δεν μαρτυρεί τις συνεχείς καταστροφές και λεηλασίες που υπέμεινε στο παρελθόν, αλλά δίνει την αίσθηση ενός περιποιημένου ησυχαστηρίου, στο οποίο τόσο οι μοναχοί, όσο και οι απλοί επισκέπτες, έχουν την ευκαιρία να προσευχηθούν και να ασκήσουν γενικότερα τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις.
Ως προς την ονομασία της Μονής, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, προέκυψε από το θαύμα της εικόνας της Παναγίας, κατά το οποίο από την εικόνα έλαμψε κόκκινο “φοινικούν” φως και έτσι ονομάστηκε Εικών φοινίσσουσα – Εικών φοίνισσα – Εικοσιφοίνισσα.
Υπάρχουν όμως και άλλες 2 εκδοχές:
α) ο κτήτωρ της Μονής, άγιος Γερμανός, βρισκόταν σε ένα μέρος, μια μικρή όαση έξω από την Μονή του Τιμίου Προδρόμου στους Αγίους Τόπους, όπου είχε είκοσι (20) φοίνικες, εκεί έλαβε εντολή από τον άγγελο της Θεοτόκου για την ανέγερση της Μονής και σε ανάμνηση της τοποθεσίας την ονόμασε «Παναγία η Εικοσιφοίνισσα».
β) ο γνωστός στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες την ονομάζει «Κοσσσυφινίτσα», γιατί κατά την παράδοση, ένας κόσσυφος (κοτσύφι) οδήγησε τον Αγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το Αγίασμα μέχρι και σήμερα κάτω από το παρεκκλήσιο της Αγίας Βαρβάρας.
Η ίδρυση της Μονής της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας ανάγεται στα χρόνια του επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας το 451.
Κατά την παράδοση, ο επίσκοπος Σώζων ίδρυσε, περίπου το 450, ναό και έναν μοναστικό οικισμό στη θέση “Βίγλα”, πλησίον της Μονής.
Ο μοναστικός οικισμός αυτός εγκαταλείφθηκε με την πάροδο του χρόνου και η Μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον άγιο Γερμανό, στο δεύτερο μισό του 9ου ή και στις αρχές του 10ου αιώνα.
Ο Αγιος Γερμανός ήταν ο πρώτος κτήτορας της Μονής Εικοσιφοινίσσης.
Κατά την παράδοση, ο άγιος Γερμανός, αφού μόνασε πρώτα στην ιερά Μονή Προδρόμου, στον Ιορδάνη ποταμό, εγκατέλειψε την Παλαιστίνη και με όραμα που είδε από τον άγγελο εκ της Παρθένου ήρθε στη θέση “Βίγλα” του Παγγαίου όρους περίπου το 518.
Εκεί ο Άγιος Γερμανός ανακάλυψε τα ερείπια των παλαιών κτισμάτων που είχε χτίσει ο Σώζων και ξεκίνησε την προσπάθεια για την ανέγερση μιάς νέας Μονή αλλά δεν τα κατάφερε μόνος του.
Συνμοναστές του έγιναν οι Κωνσταντινουπολίτες αξιωματούχοι Νικόλαος και Νεόφυτος αφού πρώτα πούλησαν όλα τα υπάρχοντά τους και ξεχρέωσαν το όφελος του οσίου Γερμανού προς τους τεχνίτες για την ανέγερση της Μονής.
Ο Αγιος Γερμανός διοίκησε το Μοναστήρι με σοφία και σύνεση και κοιμήθηκε αφού πρώτα όρισε για διάδοχό του τον Νεόφυτο.
Εκτός από τον Όσιο Γερμανό όμως, δεύτερος κτίτορας θεωρήθηκε ο Άγιος Διονύσιος ο Α’, ο οποίος έχοντας παραιτηθεί από τη θέση του ως Οικουμενικός Πατριάρχης, το 1472, έφθασε στην Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην οικοδόμηση νέων κτισμάτων, αλλά και στην συντήρηση των παλιών.
Τον άγιο Διονύσιο ιδιαίτερα τον τιμούσε ως πνευματικό της πατέρα η χριστιανή σουλτάνα Μάρω, μητριά του Σουλτάνου Μωάμεθ Β’ του Πορθητού (1451 – 1481), η οποία έκανε πολλές ευεργεσίες και δωρεές στην Ιερά Μονή.
Η περίοδος αυτή θεωρείται διάστημα μεγάλης ακμής για την Παναγία Εικοσιφοίνισσα, το οποίο άρχισε να μεγαλώνει και να γίνεται όλο και πιο γνωστό στους εκκλησιαστικούς και μοναστικούς κύκλους. Μετά τον θάνατο του, και εξαιτίας του ανιδιοτελούς έργου αγάπης, το οποίο διακονούσε, καθ’ όλη της διάρκεια της ζωής του, η Ορθόδοξη Εκκλησία τον αγιοποίησε.
Η ιστορία της Μονής παραμένει σχεδόν άγνωστη έως και τον 11ο αιώνα, οπότε η Μονή ανακηρύχτηκε «Σταυροπηγιακή» και «Πατριαρχική» ενώ κτίστηκε και ένας νέος καθολικός ναός αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Από το 1472 η Μονή γνώρισε περίοδο ακμής μέχρι το 1507.
Η δράση των μοναχών στην ευρύτερη περιοχή προκάλεσε όμως την οργή των Τούρκων, οι οποίοι τους θανάτωσαν, χωρίς όμως να καταστρέψουν το κτιριακό συγκρότημα της μονής.
Μετά από παρέμβαση του Οικουμενικού πατριαρχείου στη σουλτανική αυλή, η μονή επανακατοικήθηκε από μοναχούς του Αγίου Όρους γύρω στο 1510 – 1520.
Το 1798, μετά την πρώτη του Πατριαρχία, έμεινε ως εξόριστος στη Μονή ο μετέπειτα Εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄.
Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η συμβολή της Μονής της Εικοσιφοίνισσας στην διατήρηση της Ορθοδοξίας αλλά και του Ελληνισμού υπήρξε ανεκτίμητη και σπουδαία.
Βέβαια κατά την μεγάλη και σημαντική ιστορική της διαδρομή στο διάβα των αιώνων καταστράφηκε πολλές φορές τόσο από τους Τούρκους όσο και τους Βούλγαρους επιδρομείς.
Κατά την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η Μονή Εικοσιφοίνισσας είχε γίνει ένα ξεχωριστό πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης το οποίο προετοίμασε την εθνική εξέγερση κατά των Τούρκων.
Εδώ είχε το αρχηγείο του ο μεγάλος αγωνιστής Νίκος Τσάρας και εδώ ήρθε από τις Σέρρες ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Ελληνική Επανάσταση.
Μέχρι το 1843 λειτουργούσε εκεί σχολή, ονομαζόμενη Των Κοινών Γραμμάτων η Ελληνική Σχολή, για την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου της περιοχής, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα και για λίγες δεκαετίες λειτούργησε και Γεωργική Σχολή με 3 γεωπόνους.
Αξιόλογη υπήρξε βέβαια και η βιβλιοθήκη της Μονής Εικοσιφοινίσσης πριν από την διαρπαγή της από τούς Βουλγάρους το 1917.
Περιλάμβανε 1300 τόμους βιβλίων από τους οποίους οι 430 χειρόγραφοι κώδικες, ήταν μεγάλης αξίας.
Τη Μεγάλη Δευτέρα, στις 27 Μαρτίου του 1917, ο Βούλγαρος Πανίτσας, άρπαξε τα περισσότερα κειμήλια και τα μετέφερε στη Βουλγαρία, όπου φυλάσσονται μέχρι και σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας.
Τον Ιούνιο του ιδίου έτους Βούλγαροι στρατιώτες ανάγκασαν τους μοναχούς να εγκαταλείψουν το Μοναστήρι και η Εικοσιφοίνισσα αφέθηκε έρημη.
Η Μονή Παναγίας Εικοσιφοινίσσης άρχισε να επαναλειτουργεί το 1965 από γυναικείο τάγμα.
Η πραγματική ανοικοδόμηση της Μονής έγινε από τον κυρό Μητροπολίτη Διονύσιο Κυράτσο εκείνη τη περίοδο, γι’ αυτό και θεωρείται από πολλούς ο τρίτος κτήτωρ της Μονής.
Ολόκληρη η Μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Κοντά στην μονή βρίσκεται και το μνημείο των 172 μοναχών της Εικοσιφοινίσσης που σφαγιάσθηκαν το 1507 από τους Τούρκους και ανεγέρθηκε στηνν μνήμη τους, το 1972.
Στην είσοδο της Μονής υπάρχει και ένα εξαιρετικό ψηφιδωτό της Θεοτόκου “Δεομένης”.
Το τέμπλο κατασκευάσθηκε από το 1781 έως το 1802 από Χιώτες τεχνίτες. Έχει δυο μεγάλους και δυο μικρότερους τρούλους. Στη στέγη φύονται δυο μικρά κυπαρίσσια που προκαλούν θαυμασμό, σαν θαύμα. Στη νοτιοανατολική γωνία του Ναού υψώνεται μεγαλοπρεπές κωδονοστάσιο.
Όσοι θέλετε να επισκεφθείτε τη Μονή, ακολουθείτε την Εγνατία Οδό μέχρι τον Στρυμόνα και μετά στρίβετε με κατεύθυνση προς την Αμφίπολη και τη Δράμα, ακολουθώντας την επαρχιακή οδό Δράμας και Πρώτης.
Λίγο πριν τη Ν. Μπάφρα και μετά την Πρώτη Σερρών, στρίβετε δεξιά στην έξοδο για Καβάλα, και μπαίνετε στην επαρχιακή οδό Σερρών – Καβάλας. Σε λίγα μόλις λεπτά, αμέσως μετά το χωριό Κορμίστα, στα δεξιά σας, θα δείτε την πινακίδα που θα πρέπει να στρίψετε για να ανηφορίσετε στο Παγγαίο, με κατεύθυνση προς την Ιερά Μονή.